χιουμορέσκα

χιουμορέσκα
η, Ν
μουσ. σύντομη πιανιστική σύνθεση που εκφράζει μία διάθεση ή μία αφηρημένη εξωμουσική ιδέα, μάλλον καλοδιάθετη παρά ιλαρή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. humoresque, γερμ. humoreske].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”